διευθυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διευθυντικός | η | διευθυντική | το | διευθυντικό |
| γενική | του | διευθυντικού | της | διευθυντικής | του | διευθυντικού |
| αιτιατική | τον | διευθυντικό | τη | διευθυντική | το | διευθυντικό |
| κλητική | διευθυντικέ | διευθυντική | διευθυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διευθυντικοί | οι | διευθυντικές | τα | διευθυντικά |
| γενική | των | διευθυντικών | των | διευθυντικών | των | διευθυντικών |
| αιτιατική | τους | διευθυντικούς | τις | διευθυντικές | τα | διευθυντικά |
| κλητική | διευθυντικοί | διευθυντικές | διευθυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διευθυντικός < διευθυντής
Μεταφράσεις
διευθυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.