λογιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογιστής οι λογιστές
      γενική του λογιστή των λογιστών
    αιτιατική τον λογιστή τους λογιστές
     κλητική λογιστή λογιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογιστής < λείπει η ετυμολογία[1]

Ουσιαστικό

λογιστής αρσενικό, (θηλυκό λογίστρια)

  • (επάγγελμα, οικονομία) αυτός που ασχολείται με τα λογιστικά, την διαχείριση, τον έλεγχο, την απεικόνιση και την καταγραφή των πόρων (οικονομικών ή άλλων) μιας μονάδας ή ομάδας ή/και μεγαλύτερων κοινωνικών συνόλων

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λογιστής οἱ λογισταί
      γενική τοῦ λογιστοῦ τῶν λογιστῶν
      δοτική τῷ λογιστ τοῖς λογισταῖς
    αιτιατική τὸν λογιστήν τοὺς λογιστᾱ́ς
     κλητική ! λογιστᾰ́ λογισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  λογισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λογιστής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο δάσκαλος της αριθμητικής
  2. κάποιος που σκέπτεται λογικά
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) αιρετός ελεγκτής στην Αθήνα που έλεγχε τους λογαριασμούς του δημοσίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.