ελεγκτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελεγκτής | οι | ελεγκτές |
| γενική | του | ελεγκτή | των | ελεγκτών |
| αιτιατική | τον | ελεγκτή | τους | ελεγκτές |
| κλητική | ελεγκτή | ελεγκτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.leŋˈktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λεγ‐κτής
Ουσιαστικό
ελεγκτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: ελέγκτρια)
- (επάγγελμα) εργαζόμενος με αρμοδιότητα να διενεργεί ελέγχους προκειμένου να διαπιστώσει είτε την σύννομη λειτουργία ενός συστήματος είτε λάθη, παραλείψεις, παρατυπίες κλπ
- (επάγγελμα) πρόσωπο που έχει ως αποστολή τον έλεγχο, τη ρύθμιση και την ομαλή λειτουργία ενός συστήματος
- ※ ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
- (πληροφορική) ηλεκτρονικό εξάρτημα που επιβλέπει και ρυθμίζει τη λειτουργία ενός υποσυστήματος
- ※ ελεγκτής μνήμης
Συγγενικά
- ελεγκτικά
- ελεγκτικός
- → δείτε τη λέξη ελέγχω
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
ελεγκτής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.