ελεγκτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελεγκτής οι ελεγκτές
      γενική του ελεγκτή των ελεγκτών
    αιτιατική τον ελεγκτή τους ελεγκτές
     κλητική ελεγκτή ελεγκτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελεγκτής < ελέγ(χω) + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /e.leŋˈktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελεγκτής

Ουσιαστικό

ελεγκτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: ελέγκτρια)

  1. (επάγγελμα) εργαζόμενος με αρμοδιότητα να διενεργεί ελέγχους προκειμένου να διαπιστώσει είτε την σύννομη λειτουργία ενός συστήματος είτε λάθη, παραλείψεις, παρατυπίες κλπ
  2. (επάγγελμα) πρόσωπο που έχει ως αποστολή τον έλεγχο, τη ρύθμιση και την ομαλή λειτουργία ενός συστήματος
      ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
  3. (πληροφορική) ηλεκτρονικό εξάρτημα που επιβλέπει και ρυθμίζει τη λειτουργία ενός υποσυστήματος
      ελεγκτής μνήμης

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.