διαμάντι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαμάντι τα διαμάντια
      γενική του διαμαντιού των διαμαντιών
    αιτιατική το διαμάντι τα διαμάντια
     κλητική διαμάντι διαμάντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμάντι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαμάντι < ιταλική diamante < υστερολατινική diamas < λατινική adamas < αρχαία ελληνική ἀδάμας (αντιδάνειο) < δαμάω / δαμνάω / δαμάζω / δάμνημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω) (ίσως όμως και σημιτικής προέλευσης · πβ. ακκαδικά 𒀀𒁕𒈬: adamu)
Πλαϊνή όψη διαμαντιού.

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝaˈman.di/

Ουσιαστικό

διαμάντι ουδέτερο

  1. (ορυκτολογία) ορυκτός πολύτιμος λίθος που αποτελείται από καθαρό άνθρακα σε κρυσταλλική μορφή
  2. κόσμημα από τέτοιους πολύτιμους λίθους
  3. (μεταφορικά) κάποιος που διαθέτει εξαιρετικές ιδιότητες, π.χ. καλοσύνη, εξυπνάδα, τιμιότητα, ικανότητα κ.λπ.
    Ο Πέτρος είναι παιδί διαμάντι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.