διαμάντι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαμάντι | τα | διαμάντια |
| γενική | του | διαμαντιού | των | διαμαντιών |
| αιτιατική | το | διαμάντι | τα | διαμάντια |
| κλητική | διαμάντι | διαμάντια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμάντι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαμάντι < ιταλική diamante < υστερολατινική diamas < λατινική adamas < αρχαία ελληνική ἀδάμας (αντιδάνειο) < δαμάω / δαμνάω / δαμάζω / δάμνημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω) (ίσως όμως και σημιτικής προέλευσης · πβ. ακκαδικά 𒀀𒁕𒈬: adamu)
.png.webp)
Πλαϊνή όψη διαμαντιού.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝaˈman.di/
Ουσιαστικό
διαμάντι ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
- διαμαντοκόλλητος
- διαμαντόπετρα
- διαμαντόσκονη
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'διαμάντι' στο Βικιλεξικό
-
διαμάντι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
διαμάντι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.