ορυκτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορυκτός | η | ορυκτή | το | ορυκτό |
| γενική | του | ορυκτού | της | ορυκτής | του | ορυκτού |
| αιτιατική | τον | ορυκτό | την | ορυκτή | το | ορυκτό |
| κλητική | ορυκτέ | ορυκτή | ορυκτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορυκτοί | οι | ορυκτές | τα | ορυκτά |
| γενική | των | ορυκτών | των | ορυκτών | των | ορυκτών |
| αιτιατική | τους | ορυκτούς | τις | ορυκτές | τα | ορυκτά |
| κλητική | ορυκτοί | ορυκτές | ορυκτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορυκτός < αρχαία ελληνική ὀρυκτός < ὀρύσσω
Επίθετο
ορυκτός
- που ανήκει στα ορυκτά, που είναι ορυκτό κι εξορύσσεται από τη γη
- ορυκτός σίδηρος
- που έχει απολιθωθεί και παραμένει στην επιφάνεια ή το υπέδαφος της γης
- ορυκτά καύσιμα
Εκφράσεις
- ο ορυκτός πλούτος μιας χώρας: το σύνολο των εκμεταλλεύσιμων ορυκτών μιας χώρας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ορύσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.