ορυκτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορυκτός η ορυκτή το ορυκτό
      γενική του ορυκτού της ορυκτής του ορυκτού
    αιτιατική τον ορυκτό την ορυκτή το ορυκτό
     κλητική ορυκτέ ορυκτή ορυκτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορυκτοί οι ορυκτές τα ορυκτά
      γενική των ορυκτών των ορυκτών των ορυκτών
    αιτιατική τους ορυκτούς τις ορυκτές τα ορυκτά
     κλητική ορυκτοί ορυκτές ορυκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορυκτός < αρχαία ελληνική ὀρυκτός < ὀρύσσω

Επίθετο

ορυκτός

  1. που ανήκει στα ορυκτά, που είναι ορυκτό κι εξορύσσεται από τη γη
    ορυκτός σίδηρος
  2. που έχει απολιθωθεί και παραμένει στην επιφάνεια ή το υπέδαφος της γης
    ορυκτά καύσιμα

Εκφράσεις

  • ο ορυκτός πλούτος μιας χώρας: το σύνολο των εκμεταλλεύσιμων ορυκτών μιας χώρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.