διαμαντόσκονη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαμαντόσκονη | οι | διαμαντόσκονες |
| γενική | της | διαμαντόσκονης | των | διαμαντόσκονων |
| αιτιατική | τη | διαμαντόσκονη | τις | διαμαντόσκονες |
| κλητική | διαμαντόσκονη | διαμαντόσκονες | ||
| Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμαντόσκονη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διαμαντόσκονη θηλυκό
- σκόνη από διαμάντια
- η σκόνη που έχει κόκκους οι οποίοι γυαλίζουν/λαμπυρίζουν
Μεταφράσεις
διαμαντόσκονη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.