διαμαντόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαμαντόπετρα | οι | διαμαντόπετρες |
| γενική | της | διαμαντόπετρας | — | |
| αιτιατική | τη | διαμαντόπετρα | τις | διαμαντόπετρες |
| κλητική | διαμαντόπετρα | διαμαντόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δαχτυλίδι με τρεις διαμαντόπετρες
Ετυμολογία
- διαμαντόπετρα < διαμάντ(ι) + -ό- + πέτρα
Ουσιαστικό
διαμαντόπετρα θηλυκό
- (κόσμημα) διαμάντι που το έχουν κατεργαστεί και το έχουν προσαρμόσει σε κόσμημα
- (συνεκδοχικά) ένα τέτοιο κόσμημα
Μεταφράσεις
διαμαντόπετρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.