διαμαντέ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διαμαντέ
<
διαμάντι
+
-έ
Επίθετο
διαμαντέ
άκλιτο
που έχουν
κατεργαστεί
τις άκρες του (για
τζάμι
,
κρύσταλλο
κ.λπ.
Μεταφράσεις
διαμαντέ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.