αδάμαντας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδάμαντας < αρχαία ελληνική ἀδάμας, από την αιτιατική τὸν ἀδάμαντα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈða.man.das/

Ουσιαστικό

αδάμαντας αρσενικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.