αποσυναρμολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσυναρμολογώ < απο- + συναρμολογώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disassemble)
Ρήμα
αποσυναρμολογώ (παθητική φωνή: αποσυναρμολογούμαι)
- διαλύω κάτι στα κομμάτια από τα οποία είχε συναρμολογηθεί
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποσυναρμολογημένος
- αποσυναρμολόγηση
- αποσυναρμολογούμενος
- → δείτε τις λέξεις από, συναρμολογώ, αρμολογώ, αρμός, ἀραρίσκω και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσυναρμολογώ | αποσυναρμολογούσα | θα αποσυναρμολογώ | να αποσυναρμολογώ | αποσυναρμολογώντας | |
| β' ενικ. | αποσυναρμολογείς | αποσυναρμολογούσες | θα αποσυναρμολογείς | να αποσυναρμολογείς | (αποσυναρμολόγει) | |
| γ' ενικ. | αποσυναρμολογεί | αποσυναρμολογούσε | θα αποσυναρμολογεί | να αποσυναρμολογεί | ||
| α' πληθ. | αποσυναρμολογούμε | αποσυναρμολογούσαμε | θα αποσυναρμολογούμε | να αποσυναρμολογούμε | ||
| β' πληθ. | αποσυναρμολογείτε | αποσυναρμολογούσατε | θα αποσυναρμολογείτε | να αποσυναρμολογείτε | αποσυναρμολογείτε | |
| γ' πληθ. | αποσυναρμολογούν(ε) | αποσυναρμολογούσαν(ε) | θα αποσυναρμολογούν(ε) | να αποσυναρμολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσυναρμολόγησα | θα αποσυναρμολογήσω | να αποσυναρμολογήσω | αποσυναρμολογήσει | ||
| β' ενικ. | αποσυναρμολόγησες | θα αποσυναρμολογήσεις | να αποσυναρμολογήσεις | αποσυναρμολόγησε | ||
| γ' ενικ. | αποσυναρμολόγησε | θα αποσυναρμολογήσει | να αποσυναρμολογήσει | |||
| α' πληθ. | αποσυναρμολογήσαμε | θα αποσυναρμολογήσουμε | να αποσυναρμολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσυναρμολογήσατε | θα αποσυναρμολογήσετε | να αποσυναρμολογήσετε | αποσυναρμολογήστε | ||
| γ' πληθ. | αποσυναρμολόγησαν αποσυναρμολογήσαν(ε) |
θα αποσυναρμολογήσουν(ε) | να αποσυναρμολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσυναρμολογήσει | είχα αποσυναρμολογήσει | θα έχω αποσυναρμολογήσει | να έχω αποσυναρμολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσυναρμολογήσει | είχες αποσυναρμολογήσει | θα έχεις αποσυναρμολογήσει | να έχεις αποσυναρμολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσυναρμολογήσει | είχε αποσυναρμολογήσει | θα έχει αποσυναρμολογήσει | να έχει αποσυναρμολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσυναρμολογήσει | είχαμε αποσυναρμολογήσει | θα έχουμε αποσυναρμολογήσει | να έχουμε αποσυναρμολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσυναρμολογήσει | είχατε αποσυναρμολογήσει | θα έχετε αποσυναρμολογήσει | να έχετε αποσυναρμολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσυναρμολογήσει | είχαν αποσυναρμολογήσει | θα έχουν αποσυναρμολογήσει | να έχουν αποσυναρμολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
αποσυναρμολογώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.