αποσυναρμολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσυναρμολογώ < απο- + συναρμολογώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disassemble)

Ρήμα

αποσυναρμολογώ (παθητική φωνή: αποσυναρμολογούμαι)

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.