διαλυτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαλυτήριο | τα | διαλυτήρια |
| γενική | του | διαλυτήριου & διαλυτηρίου |
των | διαλυτήριων & διαλυτηρίων |
| αιτιατική | το | διαλυτήριο | τα | διαλυτήρια |
| κλητική | διαλυτήριο | διαλυτήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διαλυτήριο ουδέτερο
- χώρος ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος, όπου διαλύονται (συνήθως) μεγάλες σε μέγεθος κατασκευές (π.χ. πλοία)
Μεταφράσεις
διαλυτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.