διάλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάλυμα τα διαλύματα
      γενική του διαλύματος των διαλυμάτων
    αιτιατική το διάλυμα τα διαλύματα
     κλητική διάλυμα διαλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάλυμα < διαλύω + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dissolution < dis + solution) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði̯a.li.ma/ & /ˈðʝa.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάλυμα
ομόηχο: διάλειμμα

Ουσιαστικό

διάλυμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.