διαλυτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα διαλυτικά
      γενική των διαλυτικών
    αιτιατική τα διαλυτικά
     κλητική διαλυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαλυτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαλυτικός στον πληθυντικό < (ελληνιστική κοινή) διάλυσις (της διφθόγγου)

Ουσιαστικό

διαλυτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (διακριτικό σημάδι) σημείο γραφής (¨) που μπαίνει πάνω από το ι ή το υ για να δηλώσει ότι δεν υπάρχει δίψηφο φωνήεν· π.χ. στη λέξη γαϊδούρι δεν υπάρχει δίψηφο φωνήεν αι (που προφέρεται e) αλλά δύο χωριστά φωνήεντα που προφέρονται ai

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Επίρρημα

διαλυτικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαλυτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.