αυτοδιαλύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αυτοδιάλυση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, διαλύω και λύω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοδιαλύομαι | αυτοδιαλυόμουν(α) | θα αυτοδιαλύομαι | να αυτοδιαλύομαι | αυτοδιαλυόμενος | |
| β' ενικ. | αυτοδιαλύεσαι | αυτοδιαλυόσουν(α) | θα αυτοδιαλύεσαι | να αυτοδιαλύεσαι | (αυτοδιαλύου) | |
| γ' ενικ. | αυτοδιαλύεται | αυτοδιαλυόταν(ε) | θα αυτοδιαλύεται | να αυτοδιαλύεται | ||
| α' πληθ. | αυτοδιαλυόμαστε | αυτοδιαλυόμαστε αυτοδιαλυόμασταν |
θα αυτοδιαλυόμαστε | να αυτοδιαλυόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοδιαλύεστε | αυτοδιαλυόσαστε αυτοδιαλυόσασταν |
θα αυτοδιαλύεστε | να αυτοδιαλύεστε | (αυτοδιαλύεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοδιαλύονται | αυτοδιαλύονταν αυτοδιαλυόντουσαν |
θα αυτοδιαλύονται | να αυτοδιαλύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοδιαλύθηκα | θα αυτοδιαλυθώ | να αυτοδιαλυθώ | αυτοδιαλυθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοδιαλύθηκες | θα αυτοδιαλυθείς | να αυτοδιαλυθείς | αυτοδιαλύσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοδιαλύθηκε | θα αυτοδιαλυθεί | να αυτοδιαλυθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοδιαλυθήκαμε | θα αυτοδιαλυθούμε | να αυτοδιαλυθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοδιαλυθήκατε | θα αυτοδιαλυθείτε | να αυτοδιαλυθείτε | αυτοδιαλυθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοδιαλύθηκαν αυτοδιαλυθήκαν(ε) |
θα αυτοδιαλυθούν(ε) | να αυτοδιαλυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοδιαλυθεί | είχα αυτοδιαλυθεί | θα έχω αυτοδιαλυθεί | να έχω αυτοδιαλυθεί | αυτοδιαλυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοδιαλυθεί | είχες αυτοδιαλυθεί | θα έχεις αυτοδιαλυθεί | να έχεις αυτοδιαλυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοδιαλυθεί | είχε αυτοδιαλυθεί | θα έχει αυτοδιαλυθεί | να έχει αυτοδιαλυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοδιαλυθεί | είχαμε αυτοδιαλυθεί | θα έχουμε αυτοδιαλυθεί | να έχουμε αυτοδιαλυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοδιαλυθεί | είχατε αυτοδιαλυθεί | θα έχετε αυτοδιαλυθεί | να έχετε αυτοδιαλυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοδιαλυθεί | είχαν αυτοδιαλυθεί | θα έχουν αυτοδιαλυθεί | να έχουν αυτοδιαλυθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοδιαλύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.