ξεδιαλύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεδιαλύνω < ξε και διαλύω

Ρήμα

ξεδιαλύνω

  1. λύνω ένα μυστήριο
  2. ξεκαθαρίζω μια παρεξήγηση, αποκαθιστώ σχέσεις με την διάλυση της παρερμηνείας που πιθανόν οδήγησε στην αρχική σύγκρουση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.