δάφνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δάφνη οι δάφνες
      γενική της δάφνης των δαφνών
    αιτιατική τη δάφνη τις δάφνες
     κλητική δάφνη δάφνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δάφνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δάφνη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðaf.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δάφνη

Ουσιαστικό

Δάφνη

δάφνη θηλυκό

  1. (φυτό) αειθαλές φυτό με μεγάλο ύψος (6-18 μέτρα). Έχει σκληρά, μακρόστενα κι αρωματικά άνθη και σκουρόχρωμους καρπούς. Τα φύλλα του είναι κιτρινωπά ή πρασινωπά, έχουν ωοειδές σχήμα με σκληρή και δερματώδη υφή και είναι ιδιαίτερα αρωματικά. Τα κλαδιά της δάφνης είναι το σύμβολο της δόξας
    στεφάνι δάφνης
  2. το φύλλο του δέντρου, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
    Με δύο φύλλα δάφνης το στιφάδο έχει άλλη νοστιμιά.
  3. (μεταφορικά) ο θρίαμβος, η επιτυχία, η δόξα
    ποιητικές δάφνες

Εκφράσεις

  • δρέπω δάφνες: θριαμβεύω, σημειώνω επιτυχία
  • κάθομαι / επαναπαύομαι / αναπαύομαι στις δάφνες μου: επαναπαύομαι στις προηγούμενες επιτυχίες μου και δεν προχωρώ σε νέες ενέργειες

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δᾰφνα-
ονομαστική δάφνη αἱ δάφναι
      γενική τῆς δάφνης τῶν δαφνῶν
      δοτική τῇ δάφν ταῖς δάφναις
& δάφναισι, (Στησίχορος)
    αιτιατική τὴν δάφνην τὰς δάφνᾱς
     κλητική ! δάφνη δάφναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δάφν
γεν-δοτ τοῖν  δάφναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.