δαφνών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δαφνών θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δαφνών οἱ δαφνῶνες
      γενική τοῦ δαφνῶνος τῶν δαφνώνων
      δοτική τῷ δαφνῶν τοῖς δαφνῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δαφνῶν τοὺς δαφνῶνᾰς
     κλητική ! δαφνών δαφνῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δαφνῶνε
γεν-δοτ τοῖν  δαφνώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαφνών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δάφν(η) + -ών

Ουσιαστικό

δαφνών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.