δαφνοστεφανώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
δαφνοστεφανώνω, παθ. φωνή δαφνοστεφανώνομαι, παθ. μετοχή δαφνοστεφανωμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δαφνοστεφανώνω | δαφνοστεφάνωνα | θα δαφνοστεφανώνω | να δαφνοστεφανώνω | δαφνοστεφανώνοντας | |
| β' ενικ. | δαφνοστεφανώνεις | δαφνοστεφάνωνες | θα δαφνοστεφανώνεις | να δαφνοστεφανώνεις | δαφνοστεφάνωνε | |
| γ' ενικ. | δαφνοστεφανώνει | δαφνοστεφάνωνε | θα δαφνοστεφανώνει | να δαφνοστεφανώνει | ||
| α' πληθ. | δαφνοστεφανώνουμε | δαφνοστεφανώναμε | θα δαφνοστεφανώνουμε | να δαφνοστεφανώνουμε | ||
| β' πληθ. | δαφνοστεφανώνετε | δαφνοστεφανώνατε | θα δαφνοστεφανώνετε | να δαφνοστεφανώνετε | δαφνοστεφανώνετε | |
| γ' πληθ. | δαφνοστεφανώνουν(ε) | δαφνοστεφάνωναν δαφνοστεφανώναν(ε) |
θα δαφνοστεφανώνουν(ε) | να δαφνοστεφανώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δαφνοστεφάνωσα | θα δαφνοστεφανώσω | να δαφνοστεφανώσω | δαφνοστεφανώσει | ||
| β' ενικ. | δαφνοστεφάνωσες | θα δαφνοστεφανώσεις | να δαφνοστεφανώσεις | δαφνοστεφάνωσε | ||
| γ' ενικ. | δαφνοστεφάνωσε | θα δαφνοστεφανώσει | να δαφνοστεφανώσει | |||
| α' πληθ. | δαφνοστεφανώσαμε | θα δαφνοστεφανώσουμε | να δαφνοστεφανώσουμε | |||
| β' πληθ. | δαφνοστεφανώσατε | θα δαφνοστεφανώσετε | να δαφνοστεφανώσετε | δαφνοστεφανώστε | ||
| γ' πληθ. | δαφνοστεφάνωσαν δαφνοστεφανώσαν(ε) |
θα δαφνοστεφανώσουν(ε) | να δαφνοστεφανώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δαφνοστεφανώσει | είχα δαφνοστεφανώσει | θα έχω δαφνοστεφανώσει | να έχω δαφνοστεφανώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δαφνοστεφανώσει | είχες δαφνοστεφανώσει | θα έχεις δαφνοστεφανώσει | να έχεις δαφνοστεφανώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δαφνοστεφανώσει | είχε δαφνοστεφανώσει | θα έχει δαφνοστεφανώσει | να έχει δαφνοστεφανώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δαφνοστεφανώσει | είχαμε δαφνοστεφανώσει | θα έχουμε δαφνοστεφανώσει | να έχουμε δαφνοστεφανώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δαφνοστεφανώσει | είχατε δαφνοστεφανώσει | θα έχετε δαφνοστεφανώσει | να έχετε δαφνοστεφανώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δαφνοστεφανώσει | είχαν δαφνοστεφανώσει | θα έχουν δαφνοστεφανώσει | να έχουν δαφνοστεφανώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.