δαφνοστολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαφνοστολίζω < δάφν(η) + -ο- + στολίζω Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaf.no.stoˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαφνοστολίζω

Ρήμα

δαφνοστολίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • δαφνοστολίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.