φαρμακευτική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαρμακευτική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φαρμακευτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φαρμακευτικός < φαρμακεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /faɾ.ma.ce.ftiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρμακευτική

Ουσιαστικό

φαρμακευτική θηλυκό

  1. (επιστήμη) επιστήμη με αντικείμενο μελέτης τη σύνθεση, τη χρήση και τις ιδιότητες των φαρμάκων
  2. (εκπαίδευση) η πανεπιστημιακή σχολή στην οποία εκπαιδεύονται οι μέλλοντες φαρμακοποιοί

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Φαρμακευτική στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Φαρμακευτική (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φαρμακευτική

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φαρμακευτική αἱ φαρμακευτικαί
      γενική τῆς φαρμακευτικῆς τῶν φαρμακευτικῶν
      δοτική τῇ φαρμακευτικ ταῖς φαρμακευτικαῖς
    αιτιατική τὴν φαρμακευτικήν τὰς φαρμακευτικᾱ́ς
     κλητική ! φαρμακευτική φαρμακευτικαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαρμακευτικᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  φαρμακευτικαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

φαρμακευτική (ελληνιστική κοινή), εννοείται: τέχνη, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φαρμακευτικός (αρχαία ελληνική ) < φαρμακεύω

Ουσιαστικό

φαρμακευτική θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Φαρμακευτική (ελληνιστική κοινή) στο Βικιλεξικό

Ετυμολογία 2

φαρμακευτική: αρχαίος κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φαρμακευτική

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.