γκρεμοτσακίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκρεμοτσακίζομαι < γκρεμός και τσακίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος γκρεμοτσακίζω

Ρήμα

γκρεμοτσακίζομαι

  1. πέφτω και τραυματίζομαι, ακόμα κι από μικρή σκάλα (υπερβάλλοντας για κάποιο ατύχημα ή θέλοντας κάποιος να δείξει το απρόσμενο, ότι από κάτι χαμηλό όπως ένα σκαμπό έπεσε και χτύπησε τόσο άσχημα, σαν να έπεσε σε γκρεμό)
  2. πέφτω σε γκρεμό και τσακίζομαι κυριολεκτικά (σχετικά σπάνια χρήση, κυρίως για κάποιον που ήταν κακός άνθρωπος, θεωρείται σκληρό έως και αγενές ρήμα για δυστυχήματα, χρησιμοποιούνται συνήθως τα πιο λόγια κατακρημνίζομαι, καταβαραθρώνομαι ή από τη δημοτική το γκρεμίζομαι)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.