κατακρήμνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατακρήμνισμα | τα | κατακρημνίσματα |
| γενική | του | κατακρημνίσματος | των | κατακρημνισμάτων |
| αιτιατική | το | κατακρήμνισμα | τα | κατακρημνίσματα |
| κλητική | κατακρήμνισμα | κατακρημνίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατακρήμνισμα < κατακρημνίζω, κατακρημνισ- + -μα
Ουσιαστικό
κατακρήμνισμα ουδέτερο
- (λόγιο) το αποτέλεσμα του κατακρημνίζω
- (μετεωρολογία, λόγιο) η βροχή, το χιόνι κι ό,τι άλλο σχετικό πέφτει από τα σύννεφα
Μεταφράσεις
κατακρήμνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.