κατακρήμνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατακρήμνισμα τα κατακρημνίσματα
      γενική του κατακρημνίσματος των κατακρημνισμάτων
    αιτιατική το κατακρήμνισμα τα κατακρημνίσματα
     κλητική κατακρήμνισμα κατακρημνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατακρήμνισμα < κατακρημνίζω, κατακρημνισ- + -μα

Ουσιαστικό

κατακρήμνισμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) το αποτέλεσμα του κατακρημνίζω
     συνώνυμα: γκρέμισμα
  2. (μετεωρολογία, λόγιο) η βροχή, το χιόνι κι ό,τι άλλο σχετικό πέφτει από τα σύννεφα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.