γκρέμισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γκρέμισμα | τα | γκρεμίσματα |
| γενική | του | γκρεμίσματος | των | γκρεμισμάτων |
| αιτιατική | το | γκρέμισμα | τα | γκρεμίσματα |
| κλητική | γκρέμισμα | γκρεμίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκρέμισμα < γκρεμίζω
Ουσιαστικό
γκρέμισμα ουδέτερο
- ρίψη, ή πτώση σε γκρεμό
- κατεδάφιση, καταστροφή
- παύση κάποιας εξουσίας, καθαίρεση
- υπόλειμμα κατεδάφισης, κατεδαφισμένη οικία, αποθήκη κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.