γκρέμισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκρέμισμα τα γκρεμίσματα
      γενική του γκρεμίσματος των γκρεμισμάτων
    αιτιατική το γκρέμισμα τα γκρεμίσματα
     κλητική γκρέμισμα γκρεμίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκρέμισμα < γκρεμίζω

Ουσιαστικό

γκρέμισμα ουδέτερο

  1. ρίψη, ή πτώση σε γκρεμό
  2. κατεδάφιση, καταστροφή
  3. παύση κάποιας εξουσίας, καθαίρεση
  4. υπόλειμμα κατεδάφισης, κατεδαφισμένη οικία, αποθήκη κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.