κατακρημνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακρημνίζω < αρχαία ελληνική κατακρημνίζω < κατά + κρημνίζω < κρημνός

Ρήμα

κατακρημνίζω (παθητική φωνή: κατακρημνίζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.