γκρεμνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο γκρεμνός οι γκρεμνοί τα γκρεμνά
      γενική του γκρεμνού των γκρεμνών των γκρεμνών
    αιτιατική τον γκρεμνό τους γκρεμνούς τα γκρεμνά
     κλητική γκρεμνέ γκρεμνοί γκρεμνά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκρεμνός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γκρεμνός < αρχαία ελληνική κρημνός[1]

Ουσιαστικό

γκρεμνός αρσενικό

  • (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του γκρεμός

Αναφορές

Πηγές

  • «Διπλόκλιτα», §606 - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 257.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.