χάος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάος τα χάη
      γενική του χάους των (χαών)
    αιτιατική το χάος τα χάη
     κλητική χάος χάη
Και ποιητικός πληθυντικός «τα χάη».
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάος
για τη σημασία «ακαταστασία» < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chaos < λατινική chaos < αρχαία ελληνική χάος [1]

Ουσιαστικό

χάος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. το άπειρο διάστημα
  2. (μεταφορικά) ακαταστασία, η ανοργανωσιά, αταξία
    Έμπαινες στο δωμάτιο του αγοριού και αντίκρυζες το χάος: κάλτσες, σώβρακα, βιβλία στο πάτωμα, άστρωτο κρεβάτι...
  3. (αστρονομία) Chaos 19521, αστεροειδής
  4.  δείτε τη λέξη Χάος

Σημειώσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰεσ-
ονομαστική τὸ χάος τὰ χάη - χάε
      γενική τοῦ χάους - χάεος τῶν χαῶν - χαέων
      δοτική τῷ χάει - χάεῐ̈ τοῖς χάεσ(ν)
    αιτιατική τὸ χάος τὰ χάη - χάεα
     κλητική ! χάος χάη - χάεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάει - χάεε
γεν-δοτ τοῖν  χαοῖν - χαέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάος < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν χάϊος και χαός (στην αρχαιότητα ο αγαθός, ο ανώτερος, ο από πάνω)χαίνω

Ουσιαστικό

χάος ουδέτερο (γενική: χάεος και χάους)

  1. (αστρονομία) το διάστημα, η άμορφη ύλη
  2. η ατμόσφαιρα
  3. το υποχθόνιο σκοτάδι
  4. μεγάλο χάσμα, άβυσσος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.