γαλήνεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλήνεμα τα γαληνέματα
      γενική του γαληνέματος των γαληνεμάτων
    αιτιατική το γαλήνεμα τα γαληνέματα
     κλητική γαλήνεμα γαληνέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλήνεμα < γαληνεύω

Ουσιαστικό

γαλήνεμα ουδέτερο

  • η αποκατάσταση της γαλήνης στον ψυχισμό ή σε ένα φυσικό στοιχείο, όπως η θάλασσα
Κι ενώ πονώ τον πόνο σου και πάω προς το βυθό σου
και χάνομαι με τον αφρό,
ύστερα, στο γαλήνεμα, την ηλιακή χαρά σου,
θάλασσα, δε θαν τη χαρώ
(Θάλασσα, Καρυωτάκης, 1919)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.