Γαλήνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γαλήνη | ||
| γενική | της | Γαλήνης | ||
| αιτιατική | τη | Γαλήνη | ||
| κλητική | Γαλήνη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γαλήνη < αρχαία ελληνική γαλήνη
-
Γαλήνη στη Βικιπαίδεια

Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Galini
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Γαλήνη < γαλήνη
Κύριο όνομα
Γαλήνη θηλυκό
- (στη Σελήνη) Θάλασσα της Γαλήνης - Mare Tranquillitatis
-
Γαλήνη (μυθολογία) στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.