πραότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πραότητα | οι | πραότητες |
| γενική | της | πραότητας | των | πραοτήτων |
| αιτιατική | την | πραότητα | τις | πραότητες |
| κλητική | πραότητα | πραότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραότητα < αρχαία ελληνική πραότης < πρᾶος / πραΰς, μορφολογικά αναλύεται πρά(ος) + -ότητα
Μεταφράσεις
πραότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.