εμβρόντητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμβρόντητος | η | εμβρόντητη | το | εμβρόντητο |
| γενική | του | εμβρόντητου | της | εμβρόντητης | του | εμβρόντητου |
| αιτιατική | τον | εμβρόντητο | την | εμβρόντητη | το | εμβρόντητο |
| κλητική | εμβρόντητε | εμβρόντητη | εμβρόντητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμβρόντητοι | οι | εμβρόντητες | τα | εμβρόντητα |
| γενική | των | εμβρόντητων | των | εμβρόντητων | των | εμβρόντητων |
| αιτιατική | τους | εμβρόντητους | τις | εμβρόντητες | τα | εμβρόντητα |
| κλητική | εμβρόντητοι | εμβρόντητες | εμβρόντητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμβρόντητος < αρχαία ελληνική ἐμβρόντητος < ἐν + βροντάω / βροντῶ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.