βροντάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βροντάω < βροντ(ώ) + σύγχρονο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντῶ, συνηρημένος τύπος του βροντάω <  δείτε τη λέξη βροντή

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾonˈda.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βροντάω

Ρήμα

βροντάω/βροντώ, αόρ.: βρόντηξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. παράγω βροντή
  2. (απρόσωπο, γ' ενικό πρόσωπο) ρίχνει βροντές στη διάρκεια καταιγίδας  δείτε τη λέξη βροντάει
     συνώνυμα: μπουμπουνίζει
  3. προκαλώ έντονο θόρυβο χτυπώντας κάτι με δύναμη
      Ένα πρωί, χαράματα ακόμα, ακούει να του βροντάνε την πόρτα της κάμαρης. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  4. αντηχώ
    βροντάνε τα κανόνια, οι τενεκέδες
  5. ρίχνω κάτι / κάποιον κάτω με δύναμη
    βροντάω την πόρτα, ένα βιβλίο στο θρανίο κ.λπ. (συνήθως ογκώδες ή βαρύ αντικείμενο)

Εκφράσεις

  • αστράφτω και βροντάω : θυμώνω πολύ, εκφράζομαι επιθετικά και με έντονο τρόπο, κάνω καβγά
    άστραψε και βρόντησε και άστραψα και βρόντησα
  • στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα: συμβουλή να μη χάνει κάποιος τα λόγια του μιλώντας σε ένα άτομο που δεν θέλει να ακούσει
  • βροντάνε οι τσέπες του (παρωχημένο) : έχει λεφτά (φράση με ουσία σε εποχές που τα κέρματα είχαν αξία)
  • τα βροντάω (κάτω / χάμω) : αφήνω ανολοκλήρωτη μια προσπάθεια // τα παρατάω

Παροιμίες

  • αν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βροντή

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βροντάω < βροντ(ή) + -άω

Ρήμα

βροντάω (συνηρημένο βροντῶ)

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.