βροντείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βροντείο | τα | βροντεία |
| γενική | του | βροντείου | των | βροντείων |
| αιτιατική | το | βροντείο | τα | βροντεία |
| κλητική | βροντείο | βροντεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βροντείο < βροντεῖον
Μεταφράσεις
βροντείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.