αστραπόβροντο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστραπόβροντο τα αστραπόβροντα
      γενική του αστραπόβροντου των αστραπόβροντων
    αιτιατική το αστραπόβροντο τα αστραπόβροντα
     κλητική αστραπόβροντο αστραπόβροντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστραπόβροντο < μεσαιωνική ελληνική αστραπόβροντο < αστραπή + -ο- + βροντή + -ο

Ουσιαστικό

αστραπόβροντο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.