ομοβροντία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοβροντία οι ομοβροντίες
      γενική της ομοβροντίας των ομοβροντιών
    αιτιατική την ομοβροντία τις ομοβροντίες
     κλητική ομοβροντία ομοβροντίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοβροντία < ομο- + βροντή + -ία

Ουσιαστικό

ομοβροντία θηλυκό

  1. η ρίψη βλημάτων από πολλά πυροβόλα ταυτοχρόνως
  2. (μεταφορικά) η συντονισμένη επανάληψη ενεργειών ή πράξεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.