ομοβροντία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοβροντία | οι | ομοβροντίες |
| γενική | της | ομοβροντίας | των | ομοβροντιών |
| αιτιατική | την | ομοβροντία | τις | ομοβροντίες |
| κλητική | ομοβροντία | ομοβροντίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ομοβροντία θηλυκό
- η ρίψη βλημάτων από πολλά πυροβόλα ταυτοχρόνως
- (μεταφορικά) η συντονισμένη επανάληψη ενεργειών ή πράξεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.