βρόντημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρόντημα τα βροντήματα
      γενική του βροντήματος των βροντημάτων
    αιτιατική το βρόντημα τα βροντήματα
     κλητική βρόντημα βροντήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρόντημα < βροντή + μα ή -γμα

Ουσιαστικό

βρόντημα ουδέτερο και το βρόντηγμα

  • ο κρότος, ο ισχυρός θόρυβος που προκαλείται όταν βροντάει κάτι, συνήθως μια πόρτα που κλείνει απότομα από τον άνεμο ή τον εκνευρισμό εκείνου που φεύγει/μπαίνει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.