άπλυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άπλυτος | η | άπλυτη | το | άπλυτο |
| γενική | του | άπλυτου | της | άπλυτης | του | άπλυτου |
| αιτιατική | τον | άπλυτο | την | άπλυτη | το | άπλυτο |
| κλητική | άπλυτε | άπλυτη | άπλυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άπλυτοι | οι | άπλυτες | τα | άπλυτα |
| γενική | των | άπλυτων | των | άπλυτων | των | άπλυτων |
| αιτιατική | τους | άπλυτους | τις | άπλυτες | τα | άπλυτα |
| κλητική | άπλυτοι | άπλυτες | άπλυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άπλυτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄπλυτος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + -πλυτος → δείτε το αρχαίο πλύνω > πλένω. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.pli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐πλυ‐τος
Αντώνυμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- άπλυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άπλυτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άπλυτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.