όζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

όζω < αρχαία ελληνική ὄζω < πρωτοελληνική *óďďō < *h₃ed-ye-, < *h₃ed- (όζω, μυρίζω)

Ρήμα

όζω

  1. (λόγιο) αναδίδω μια άσχημη οσμή, μυρίζω άσχημα, βρομάω
  2. (μεταφορικά)
    Eξελίξεις που όζουν με επίκεντρο την Ψυττάλεια (τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12 Νοεμβρίου 2004)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.