α-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

α- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀ- και ἀν-. Επίσης, το αθροιστικό ἁ-. Ειδικότερα, δείτε σε κάθε είδος προθήματος.[1][2][3]

Πρόθημα

α-

  1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
    άβουλος, απέραντος, αναξιόπιστος, ανεδαφικός
    ΜΟΡΦΕΣ: α- / ά-, αν- / άν- (πριν από φωνήεν) και ανα- / ανά-, ανε- / ανέ-, ανη- / ανή- για λέξεις που αρχίζουν από α, ε, η
    < αρχαίο στερητικό ἀν- < μεταπτωτική βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ne-. Δείτε και νη-.
     δείτε και τα προθήματα ανε- και ανη-
  2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
    αδελφός, ακόλουθος, αθρόος, άπας
    < αρχαία ελληνική ἁ- (αργότερα ἀ-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sem- (ένας), όπως κανονικά με δασεία (π.χ. ἁπλοῦς, ἅπας) ή με ψιλή λόγω ανομοίωσης ή αναλογίας (π.χ. ἀδελφός, ἀθρόος)
  3. α- επιτατικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
    ασκελής, αχανής, ατενής
  4. α- προτακτικό (λαϊκότροπο) που προτάσσεται σε λέξεις πριν από σύμφωνο
    λυγαριά > αλυγαριά, μάχη > αμάχη, ιταλική lisciva > αλισίβα
    < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀ- προτακτικό < συμπροφορά με λέξεις που τελειώνουν σε -α (όπως μια, ένα, να).
    π.χ. μία μάχη /mia-maçi > miamaçi > mi-amaçi/

στερητικό:

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα α- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ά- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα άν- από το στερητικό α- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανα- από το στερητικό α- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανά- από το στερητικό α- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανε- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανέ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανη- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανή- στο Βικιλεξικό

με άλλες σημασίες

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα α-, επιτατικό στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα α-, προτακτικό στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. "α-" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Τσακωνικά (tsd)

Ετυμολογία

α- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀ-

Πρόθημα

α- ή αν- πριν από φωνήεν

  1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη ή στέρηση όπως στην κοινή νεοελληνική
    άβραστε (άβραστος)
  2. α- προτακτικό ή προθετικό πρόθημα
    α (θηλυκό άρθρο) βδέλλα > αβδέα

  • Τσακωνικές λέξεις με πρόθημα α- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.