συμπροφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπροφορά | οι | συμπροφορές |
| γενική | της | συμπροφοράς | των | συμπροφορών |
| αιτιατική | τη | συμπροφορά | τις | συμπροφορές |
| κλητική | συμπροφορά | συμπροφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπροφορά < συμ(προφέρω), συμ-προφορά [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.bɾo.foˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπρο‐φο‐ρά
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐προ‐φ‐ρά
Ουσιαστικό
συμπροφορά θηλυκό
Συνώνυμα
- συναρπαγή
- χρήση του όρου «αποηχηροποίηση» στο Βικιλεξικό
- περιπτώσεις συμπροφοράς στο Λεξικό 'Τριανταφυλλίδη'[1]
Μεταφράσεις
συμπροφορά
|
|
Αναφορές
- συμπροφορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.