λυγαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λυγαριά | οι | λυγαριές |
| γενική | της | λυγαριάς | των | λυγαριών |
| αιτιατική | τη | λυγαριά | τις | λυγαριές |
| κλητική | λυγαριά | λυγαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

- λυγαριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λυγαρέα < *λυγάρ(ι) + -έα < αρχαία ελληνική λυγ(ός) + -άριον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.ɣaɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λυ‐γα‐ριά
Ουσιαστικό
λυγαριά θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) φυτό με ευλύγιστα κλαδιά που χρησιμοποιείται στην καλαθοπλεκτική
Συγγενικά
- Λυγαριά (τοπωνύμιο)
-
λυγαριά στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- λυγαριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.