αθρόος
Νέα ελληνικά
(el)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
αθρόος
<
αρχαία ελληνική
ἀθρόος
<
ἀ-
+
θρόος
Επίθετο
αθρόος
, -α, -ο
άφθονος
, πολύς,
πολυπληθής
, κατά σωρούς
Μεταφράσεις
αθρόος
αγγλικά
:
multitudinous
(en)
γαλλικά
:
massif
(fr)
εβραϊκά
:
בהמונים
(he)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.