ακόλουθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ακόλουθος | οι | ακόλουθοι |
| γενική | του/της του |
ακολούθου ακόλουθου |
των | ακολούθων & ακόλουθων |
| αιτιατική | τον/την | ακόλουθο | τους/τις τους |
ακολούθους ακόλουθους |
| κλητική | ακόλουθε | ακόλουθοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακόλουθος < αρχαία ελληνική ἀκόλουθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈko.lu.θos/
Ουσιαστικό
ακόλουθος αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακόλουθος | η | ακόλουθη | το | ακόλουθο |
| γενική | του | ακόλουθου | της | ακόλουθης | του | ακόλουθου |
| αιτιατική | τον | ακόλουθο | την | ακόλουθη | το | ακόλουθο |
| κλητική | ακόλουθε | ακόλουθη | ακόλουθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακόλουθοι | οι | ακόλουθες | τα | ακόλουθα |
| γενική | των | ακόλουθων | των | ακόλουθων | των | ακόλουθων |
| αιτιατική | τους | ακόλουθους | τις | ακόλουθες | τα | ακόλουθα |
| κλητική | ακόλουθοι | ακόλουθες | ακόλουθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ακόλουθος, -η, -ο
Συγγενικά
- ακολουθία
- ακολούθηση
- ακολουθητέος
- ακολουθώ
- ακολούθως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.