ασκελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασκελής | η | ασκελής | το | ασκελές |
| γενική | του | ασκελούς* | της | ασκελούς | του | ασκελούς |
| αιτιατική | τον | ασκελή | την | ασκελή | το | ασκελές |
| κλητική | ασκελή(ς) | ασκελής | ασκελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασκελείς | οι | ασκελείς | τα | ασκελή |
| γενική | των | ασκελών | των | ασκελών | των | ασκελών |
| αιτιατική | τους | ασκελείς | τις | ασκελείς | τα | ασκελή |
| κλητική | ασκελείς | ασκελείς | ασκελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασκελής < αρχαία ελληνική ἀσκελής < ἀ- + σκέλλω
Επίθετο
ασκελής, -ής, -ές
- (παρωχημένο) (κυριολεκτικά) που δεν έχει σκέλη
- (παρωχημένο) επίμονος, ξεροκέφαλος
- (αρχαιοπρεπές) (παρωχημένο) (η κύρια χρήση του) καταταλαιπωρημένος, κατακουρασμένος, όταν πέφτει κάποιος ξερός από την κούραση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκέλος
Μεταφράσεις
ασκελής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.