αλυγαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλυγαριά | οι | αλυγαριές |
| γενική | της | αλυγαριάς | των | αλυγαριών |
| αιτιατική | την | αλυγαριά | τις | αλυγαριές |
| κλητική | αλυγαριά | αλυγαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλυγαριά < α- προτακτικό + λυγαριά < μεσαιωνική ελληνική λυγαρέα < λύγος
Μεταφράσεις
αλυγαριά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.