αλαφρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλαφρός | η | αλαφριά | το | αλαφρό |
| γενική | του | αλαφρού | της | αλαφριάς | του | αλαφρού |
| αιτιατική | τον | αλαφρό | την | αλαφριά | το | αλαφρό |
| κλητική | αλαφρέ | αλαφριά | αλαφρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλαφροί | οι | αλαφρές | τα | αλαφρά |
| γενική | των | αλαφρών | των | αλαφρών | των | αλαφρών |
| αιτιατική | τους | αλαφρούς | τις | αλαφρές | τα | αλαφρά |
| κλητική | αλαφροί | αλαφρές | αλαφρά | |||
| Δείτε και αλαφρύς, αλαφριά, αλαφρύ. | ||||||
| Κατηγορία όπως «γλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλαφρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλαφρός < ἐλαφρός < αρχαία ελληνική ἐλαφρός με υποχωρητική ανομοίωση [e][a] > [a][a] Δείτε και αλαφρύς, ελαφρύς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.laˈfɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐φρός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αλαφραίνω
- αλαφρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αλαφρο- στο Βικιλεξικό
- αλαφροΐσκιωτος
- αλαφρομυαλιά
- αλαφρόμυαλος, λαφρόμυαλος
- αλαφρόπετρα, λαφρόπετρα
- αλάφρωμα
- αλαφρώνω
→ και δείτε τη λέξη ελαφρός
Μεταφράσεις
αλαφρός
|
Αναφορές
- αλαφρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.