un-
Αγγλικά (en)
Πρόθημα
un- (en)
- στερητικό μόριο (αντίστοιχο με τα α-, αν-, αντι-, ξε-, μη)
- uneducated — απαίδευτος
- unattractive — μη ελκυστικός
- unconstitutional — αντισυνταγματικός
- undress - ξεντύνομαι
- Αγγλικές λέξεις με πρόθημα un- στο Βικιλεξικό
Γερμανικά (de)
Πρόθημα
un- (de)
- στερητικό μόριο (αντίστοιχο με τα α-, (αν-), αντι- (ανθ-), ξε-
- ungebildet — αμόρφωτος
- unbrauchbar — άχρηστος
- unelastisch — ανελαστικός
- unsportlich — αντιαθλητικός
- unhygienisch — ανθυγιεινός
- unbekümmert — ξένοιαστος
- Γερμανικές λέξεις με πρόθημα un- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.