αλισίβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλισίβα οι αλισίβες
      γενική της αλισίβας
    αιτιατική την αλισίβα τις αλισίβες
     κλητική αλισίβα αλισίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλισίβα < προτακτικό α- + ιταλική lisciva (μορφή του liscivia) < λατινική lixivia < lixiva < lixivus < lix / lixa (αλισίβα) + -ivus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wleykʷ- (ρευστός, υγρός)

Ουσιαστικό

αλισίβα θηλυκό

  • νερό στο οποίο έχει προστεθεί στάχτη και έχει ήδη βράσει μαζί. Χρησιμοποιόταν παλιότερα στο πλύσιμο (ρούχων ή σκευών)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.