ἁπλοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλίση
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ἁπλοο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | ἁπλόος > ἁπλοῦς | ἡ | ἁπλέᾱ > ἁπλῆ | τὸ | ἁπλόον > ἁπλοῦν | |
| γενική | τοῦ | ἁπλόου > ἁπλοῦ | τῆς | ἁπλέᾱς > ἁπλῆς | τοῦ | ἁπλόου > ἁπλοῦ | |
| δοτική | τῷ | ἁπλόῳ > ἁπλῷ | τῇ | ἁπλέᾳ > ἁπλῇ | τῷ | ἁπλόῳ > ἁπλῷ | |
| αιτιατική | τὸν | ἁπλόον > ἁπλοῦν | τὴν | ἁπλέᾱν > ἁπλῆν | τὸ | ἁπλόον > ἁπλοῦν | |
| κλητική ὦ! | ἁπλόε > ἁπλοῦς | ἁπλέᾱ > ἁπλῆ | ἁπλόον > ἁπλοῦν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | ἁπλόοι > ἁπλοῖ | αἱ | ἁπλέαι > ἁπλαῖ | τὰ | ἁπλόᾰ > ἁπλᾶ | |
| γενική | τῶν | ἁπλόων > ἁπλῶν | τῶν | ἁπλέων > ἁπλῶν | τῶν | ἁπλόων > ἁπλῶν | |
| δοτική | τοῖς | ἁπλόοις > ἁπλοῖς | ταῖς | ἁπλέαις > ἁπλαῖς | τοῖς | ἁπλόοις > ἁπλοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | ἁπλόους > ἁπλοῦς | τὰς | ἁπλέᾱς > ἁπλᾶς | τὰ | ἁπλόᾰ > ἁπλᾶ | |
| κλητική ὦ! | ἁπλόοι > ἁπλοῖ | ἁπλέαι > ἁπλαῖ | ἁπλόᾰ > ἁπλᾶ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁπλόω > ἁπλώ | τὼ | ἁπλέᾱ > ἁπλᾶ | τὼ | ἁπλόω > ἁπλώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁπλόοιν > ἁπλοῖν | τοῖν | ἁπλέαιν > ἁπλαῖν | τοῖν | ἁπλόοιν > ἁπλοῖν | |
| Οι κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές. | |||||||
| 2η&1η κλίση, ομάδα 'ἁπλόος ἁπλοῦς', Κατηγορία 'ἁπλοῦς' όπως «ἁπλοῦς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Πηγές
- ἁπλόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁπλόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.