αχώνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχώνευτος | η | αχώνευτη | το | αχώνευτο |
| γενική | του | αχώνευτου | της | αχώνευτης | του | αχώνευτου |
| αιτιατική | τον | αχώνευτο | την | αχώνευτη | το | αχώνευτο |
| κλητική | αχώνευτε | αχώνευτη | αχώνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχώνευτοι | οι | αχώνευτες | τα | αχώνευτα |
| γενική | των | αχώνευτων | των | αχώνευτων | των | αχώνευτων |
| αιτιατική | τους | αχώνευτους | τις | αχώνευτες | τα | αχώνευτα |
| κλητική | αχώνευτοι | αχώνευτες | αχώνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχώνευτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχώνευτος
Επίθετο
αχώνευτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει χωνευτεί, δεν έχει περάσει από το πεπτικό σύστημα
- που δεν έχει χωνευτεί, δεν υπέστη πλήρη διάλυση ή αλλοίωση
- (μεταφορικά) που δεν έχει χωνευτεί, δεν έχει γίνει κτήμα κάποιου, δεν έχει μαθευτεί ολοκληρωμένα
- αχώνευτη γνώση
- ≈ συνώνυμα: αναφομοίωτος
- ≠ αντώνυμα: αφομοιωμένος, χωνεμένος
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον χωνέψεις, να τον συμπαθήσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.