αχώνευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχώνευτος η αχώνευτη το αχώνευτο
      γενική του αχώνευτου της αχώνευτης του αχώνευτου
    αιτιατική τον αχώνευτο την αχώνευτη το αχώνευτο
     κλητική αχώνευτε αχώνευτη αχώνευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχώνευτοι οι αχώνευτες τα αχώνευτα
      γενική των αχώνευτων των αχώνευτων των αχώνευτων
    αιτιατική τους αχώνευτους τις αχώνευτες τα αχώνευτα
     κλητική αχώνευτοι αχώνευτες αχώνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχώνευτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχώνευτος

Επίθετο

αχώνευτος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει χωνευτεί, δεν έχει περάσει από το πεπτικό σύστημα
     συνώνυμα: άπεπτος
     αντώνυμα: χωνεμένος
  2. που δεν έχει χωνευτεί, δεν υπέστη πλήρη διάλυση ή αλλοίωση
    αχώνευτα κάρβουνα, αχώνευτη κοπριά
     αντώνυμα: χωνεμένος
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει χωνευτεί, δεν έχει γίνει κτήμα κάποιου, δεν έχει μαθευτεί ολοκληρωμένα
    αχώνευτη γνώση
     συνώνυμα: αναφομοίωτος
     αντώνυμα: αφομοιωμένος, χωνεμένος
  4. (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον χωνέψεις, να τον συμπαθήσεις
     συνώνυμα: αντιπαθής, ασυμπαθής
     αντώνυμα: συμπαθής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.