αλλοίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοίωση οι αλλοιώσεις
      γενική της αλλοίωσης* των αλλοιώσεων
    αιτιατική την αλλοίωση τις αλλοιώσεις
     κλητική αλλοίωση αλλοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλλοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλλοίωση < αρχαία ελληνική ἀλλοίωσις

Ουσιαστικό

αλλοίωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αλλοιώνω, η μετατροπή ή μεταβολή, συνήθως προς το χειρότερο
  2. (ειδικότερα) (για τρόφιμα) η σήψη
  3. (μουσική) σύμβολο που αλλοιώνει το ύψος ενός φθόγγου
    οι αλλοιώσεις είναι: η δίεση, η διπλή δίεση, η ύφεση, η διπλή ύφεση και η αναίρεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.